λυτικόν

λυτικόν
λυτικός
able to loose
masc acc sg
λυτικός
able to loose
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυτικός — ή, ό (Α λυτικός, ή, όν) [λύτης] το αρσ. ως ουσ. ο λυτικός γραμματικός τής αλεξανδρινής εποχής ο οποίος ασχολούνταν με τη λύση δύσκολων ζητημάτων νεοελλ. 1. ικανός να εξηγεί προβλήματα 2. φρ. «λυτικές ουσίες» ουσίες η χορήγηση τών οποίων καταργεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”